- πτυάς
- -άδος, ἡ, Αδηλητηριώδες φίδι που σηκώνει τον λαιμό του για να φτύσει το δηλητήριο εναντίον τού στόχου του.[ΕΤΥΜΟΛ. < πτύω + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. ισχ-άς, μαιν-άς)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πτυάς — spitter fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυάδες — πτυάς spitter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτυάδος — πτυάς spitter fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτύνω — πτύω, ΝΜΑ, και λόγιος τ. πτύω και φτυώ και φτω Ν, και κατά τον Ησύχ. ψύττω Α 1. βγάζω από το στόμα μου σάλιο, εκπτύω, αποπτύω (α. «φτυούνε τα χείλη σαν από φαρμάκι», Σολωμ. β. «καὶ πτύσας ἥψατο τῆς γλώσσης αὐτοῡ», ΚΔ) 2. (γενικά) βγάζω από το… … Dictionary of Greek